ποικιλόστολος

ποικιλόστολος
ποικῐλό-στολος, ον, of a ship,
A with variegated prow, S.Ph.343.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόστολος — και δ. γρφ. ποικιλόστομος, ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει διακοσμημένη πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + στολος (< στόλος < στέλλω). Ο τ. ποικιλόστομος < ποικίλος + στομος (< στόμα)] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλοστόλῳ — ποικιλόστολος with variegated prow masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόστομος — ον, Α (δ. γρφ.) βλ. ποικιλόστολος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”